συνεπαγωγή

συνεπαγωγή
η, Ν [συνεπάγομαι]
1. το αποτέλεσμα τού συνεπάγομαι, αυτό που προκύπτει ως συμπέρασμα
2. (λογ.) σύνθετη πρόταση που δηλώνει ότι μια απλή μαθηματική πρόταση αποτελεί ικανή συνθήκη για να ισχύσει μια άλλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνεπαγωγή — η το να προκύψει μια πρόταση από μια άλλη με λογική διαδικασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”